τοπογραμματεύς

τοπογραμματεύς
τοπογραμμᾰτ-εύς, έως, ,
A secretary of a τόπος (v. τοπάρχης), an Egyptian official, PPetr.3p.71 (iii B.C.), PTeb.27.2, al. (ii B. C.), OGI665.31, 666.14 (both i A.D.), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τοπογραμματεύς — ὁ, Α πολιτικός ανώτερος αξιωματούχος τόπου, περιοχής στην Αίγυπτο, τοπάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + γραμματεύς] …   Dictionary of Greek

  • τοπογραμματεία — ἡ, Α [τοπογραμματεύς] το αξίωμα τού τοπογραμματέως …   Dictionary of Greek

  • τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”